- ἐπινόσως
- ἐπίνοσοςsubject to sicknessadverbialἐπίνοσοςsubject to sicknessmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίνοσος — ἐπίνοσος, ον (AM) [νόσος] νοσηρός αρχ. φιλάσθενος («καὶ ἐπὶ τῶν σωμάτων τοῑς μὲν εὖ διακειμένοις ὑγιεινὰ ἐστὶ τοῑς δ’ ἐπινόσοις ἕτερα», Αριστοτ.). επίρρ... ἐπινόσως ως άρρωστος («ἐπινόσως διάγειν», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek